- αποφευξις
- ἀπόφευξιςἀπό-φευξις-εως ἥ избавление, избежание, юр. (тж. ἀ. δίκης Arph.) оправдание по суду Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόφευξις — ἀπόφευξις, η (Α) αποφυγή καταδίκης … Dictionary of Greek
ἀπόφευξις — escaping fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφεύξηι — ἀπόφευξις escaping fem dat sg (epic) ἀποφεύξῃ , ἀποφεύγω flee from fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόφευξιν — ἀπόφευξις escaping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόφυξιν — ἀπόφευξις escaping fem acc sg ἀπόφυξις escaping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόφυξις — ἀπόφευξις escaping fem nom sg ἀπόφυξις escaping fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφεύξῃ — ἀποφεύξηι , ἀπόφευξις escaping fem dat sg (epic) ἀποφεύγω flee from fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)